λαουσόνια

λαουσόνια
και λαουσονία, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λυθρίδες και που τα φύλλα τους περιέχουν τη γνωστή βαφή χένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • χέν(ν)α — η, Ν ερυθροκάστανη χρωστική ουσία για βαφή τών μαλλιών και τών νυχιών, που λαμβάνεται από τα φύλλα τού φυτού λαουσονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. henna < αραβ. hinnā*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”